- συναινοῦντες
- συναινέωconsentpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)συναινέωconsentpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναινώ — συναινῶ, έω, ΝΜΑ συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, παραδέχομαι («τῶν Καρχηδονίων ὀλίγοι μὲν ἦσαν οἱ συναινοῡντες μὴ παραβαίνειν τὰς ὁμολογίας», Πολ.) αρχ. δίνω, παραχωρώ («δῶρά μοι ξυναίνεσον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰνῶ «συγκατανεύω» (< αἶνος)] … Dictionary of Greek